Ποῦ πηγαίνει η ψυχή μετά τόν θάνατον; Γιατί τά μνημόσυνα;

A- A+
20150810202402852_0004_900

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Τελευταῖο ὁριακό ἐπεισόδιο τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας εἶναι ὁ θάνατος τοῦ σώματος. Τό γεγονός αὐτό πάντοτε προβλημάτιζε καί προβληματίζει τόν ἄνθρωπο.

Ὁ θάνατος μᾶς θέτει ἐρωτήματα μεγάλης σημασίας. Ποῦ πηγαί- νουμε μετά θάνατον; Συνεχίζουμε νά ζοῦμε; Τί συναντᾶμε ἐκεῖ; Ποιός τρόπος ζωῆς μᾶς περιμένει; κ.τ.λ.

Ἀπάντηση σέ ὅλα αὐτά τά ἐρωτήματα δίνει πρωτίστως ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἁγία Γραφή, καί ἐν συνεχείᾳ «οἱ ἰδόντες καί παθόντες τά θεῖα» πνευματοφόροι Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μ’ αὐτή τή βάση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος ἀποδεχόμαστε πώς ὁ προσωπικός θάνατος θά εἶναι τό τελευταῖο ἐπεισόδιο τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας· ἀλλά καί τό ξεκίνημα μιᾶς «ἄλλης βιοτῆς», ἑνός καινούργιου τρόπου ζωῆς, ἐντελῶς ξένου καί διαφορετικοῦ ἀπό αὑτόν τῆς ζωῆς στή γῆ καί στόν παρόντα κόσμο. Γιά ἐκείνους βεβαίως πού ζοῦν ἔξω ἀπό τό χῶρο τῆς χριστιανικῆς πίστεως ὁ θάνατος παραμένει τό κατ᾿ ἐξοχήν γεγονός φθορᾶς καί ἀφανισμοῦ τῆς ζωῆς, ἕνα μυστήριο πραγματικό καί παράλογο πού γεμίζει μέ φόβο καί ἀμηχανία κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη.

Κατά τήν πολυετῆ διακονία μας πολλές φορές δεχτήκαμε τά ἐνα- γώνια ἐρωτήματα τῶν χριστιανῶν μας, σχετικά μέ τὀ γεγονός τοῦ θανάτου, ἰδίως δέ ἀπό νέους ἀνθρώπους, ὅπου ὁ «σύγχρονος» τρόπος τῆς ζωῆς τους, τούς στερεῖ τήν ἐλπίδα τῆς αἰωνιότητος καί τήν καταφυγή στήν ἀγάπη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Ἐπιθυμοῦντες νά συμβάλλουμε εἰς τήν ἀπάντησιν τῶν ἐρωτημά- των αὐτῶν, ἐπιλέξαμε τόν πατερικό λόγο, μ’ ἐλαφρά διασκευή τῆς γλώσσης τῶν κειμένων, πρός πλήρη κατανόησιν ὑπό τῶν πολλῶν. Τό θέμα πού διαπραγματεύεται τό βιβλίον δέν ἐξαντλεῖται. Καί αὐτοί πού θέλουν νὰ ἐντρυφήσουν εἰς βάθος, μποροῦν ν’ ἀνατρέξουν σέ ἐπι- στημονική θεολογική βιβλιογραφία καί σέ ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία, τά ὁποῖα δόξα τῷ Θεῷ ἀφθονοῦν στίς ἡμέρες μας.

Εὐχόμεθα ἀπό τήν καρδιά μας εἰς τούς ἀναγνώστας τοῦ πατερικοῦ λόγου, νά εἰρηνεύσουν λύνοντας τίς ἀπορίες τους καί νά προσα-νατολισθοῦν πνευματικά ἀκολουθόντας τό ἐσφαγμένο ἀρνίο «ἵνα ζωήν ἔχωσι καί περισσόν ἔχωσι» (’Ιωαν. 1, 10).

Ἀρχιμ. Ἰγνάτιος
Μοναστικός Οἶκος Παναγία ἡ Χαρά τῶν Θλιβομένων
Παλαιοχώριον Χαλκιδικῆς

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἁγίας μας Ὀρθοδόξου ᾽Εκκλησίας, ὅπως αὐτή ἀποκαλύπτεται μέσα ἀπό τήν Ἀγία Γραφή καί τούς πνευματοφόρους Ἅγίους Πατέρας μας, ὁ τόπος πού κατοικοῦν οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι (οἱ δαίμονες), εἶναι ὁ χῶρος τοῦ ἀέρος μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀποκαλεῖ στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή του (6, 12) τούς πεσόντες ἀγγέλους «Τά πνευματικά τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις», καί τόν ἀρχηγό τους «τόν ἄρχοντα τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος» (’Εφεσ. 2,2). Ὅταν λοιπόν ἡ ψυχή ἑνός χριστιανοῦ ἀφήσει τήν κατοικία της στή γῆ (τό σῶμα), τήν λαμβάνουν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καί ἀρχίζουν νά ἀνεβαίνουν πρός τόν οὐρανό. Στόν ἀέρα περνοῦν ἀναγκαστικά ἀπό τό χῶρο τῶν ἐναερίων πονηρῶν πνευμάτων (δαιμόνων), οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο νά ἐμποδίσουν τό δρόμο τῆς ψυχῆς πρός τά ἐπάνω, παρουσιάζοντας μέ κάθε λεπτομέρεια τίς ἁμαρτίες πού ἔπραξε ἡ ψυχή αὐτή στή γῆ, καί νά τήν ὁδηγήσουν στήν αἰώνια κόλαση.

Τά τάγματα αὐτά τῶν δαιμόνων ὀνομάζονται τελώνια, διότι ἐλέγ-χουν ἐξονυχιστικά (ὅπως οἱ τελωνιοφύλακες στά τελωνεῖα τίς ἀπο- σκευές τῶν ἀνθρώπων), τίς ψυχές τῶν ἀποθανόντων. Γιά αὐτή τήν δυσκολοτέρα ὥρα τῆς ἐξόδου τοῦ ἀνθρώπου, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχει καθιερώσει προσευχές στόν Κύριο καί τήν Παναγία μας. Καθημερινά στίς ἀκολουθίες τοῦ νυχθημέρου, Μεσονυκτικό, Ἀπόδειπνο κλπ. παρακαλοῦμε νά ἀποφύγουμε τήν ἐπαφή μέ «τίς σκοτεινές καί ζοφερές ὄψεις τῶν δαιμόνων».

«Ἵλεως γενοῦ μοι Δέσποτα καί μή ἰδέτω ἡ ψυχή μου τήν ζοφεράν καί σκοτεινήν ὄψιν τῶν πονηρῶν δαιμόνων· ἀλλά παραλαβέτωσαν αὐτήν ἄγγελοί σου φαιδροί καί φωτεινοί» (Ἀκολουθ. Μεσονυκτικοῦ).

Ἡ διαδικασία αὐτή τῆς μερικῆς κρίσης τῶν ψυχῶν, ὀνομάζεται τελωνισμός. Μετά τήν ὁλοκλήρωση αὐτῆς τῆς μερικῆς κρίσεως, ἡ ψυχή καταλήγει στήη «μέση κατάσταση», στήν ὁποία προγεύεται, ἀνάλογα μὲ τὰ ἔργα, πού ἔπραξε τόν παράδεισο ἤ τήν κόλαση, περιμένοντας τήν τελική κρίση τοῦ Θεοῦ.

Τέλος, τὰ ὅσα γράφονται στή συνέχεια, πρέπει νά ἐννοηθοῦν ἀνθρωποπαθῶς, καθώς καί ἡ περιγραφή τοῦ παραδείσου, διότι ἄλλως δέν μποροῦν νά κατανοηθοῦν ἀνθρωπίνως αὐτά πού «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Α΄Κορ. 2, 9).